- Κλέωνα
- Κλέωνmasc acc sgΚλεώνηςmasc voc sgΚλεώνηςmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κλέων' — Κλέωνα , Κλέων masc acc sg Κλέωνι , Κλέων masc dat sg Κλέωνε , Κλέων masc nom/voc/acc dual Κλέωναι , Κλεώνη fem nom/voc pl Κλέωνα , Κλεώνης masc voc sg Κλέωνα , Κλεώνης masc nom sg (epic) Κλέωναι , Κλεώνης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλεωνάς — Κλεωνά̱ς , Κλεωναί fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγοράκριτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος δημαγωγός, που διαδέχτηκε τον Κλέωνα όταν σκοτώθηκε το 422 π.Χ. και έδρασε κυρίως στην περίοδο μεταξύ πολιτείας του Κλέωνα και πολιτείας του Αλκιβιάδη. 2. Γλύπτης από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Ο ευνοούμενος… … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
βορβοροτάραξις — βορβοροτάραξις, ο (Α) (ο Αριστοφάνης για τον Κλέωνα, με διπλή κωμική σημασία) 1. αυτός που ανακατεύει τον βόρβορο 2. αυτός που έχει σχέσεις με κίναιδους, ο σκατοσπρώχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + τάραξις < ταράσσω] … Dictionary of Greek
γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek
εριώλη — ἐριώλη και ἐριωλή, ἡ (Α) 1. ανεμοστρόβιλος, θύελλα, καταιγίδα 2. (στον Αριστοφ.) α) χαρακτηρισμός που αποδίδεται μεταφορικά στον βίαιο δημαγωγό Κλέωνα β) λογοπαικτικά προς τις λέξεις «ἔριον» και «ὄλλυμι» («αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε… … Dictionary of Greek
εύπολις — (; – 411 π.Χ.). Αθηναίος ποιητής της αττικής κωμωδίας. Ήταν αντίπαλος του Αριστοφάνη και του Κρατίνου. Συνέθεσε 17 κωμωδίες και νίκησε επτά φορές σε δραματικούς αγώνες· το 421, με τους Κόλακες, νίκησε σε διαγωνισμό τον Αριστοφάνη, ο οποίος… … Dictionary of Greek
κολόκυμα — το (Α κολόκυμα) η φουσκοθαλασσιά που προηγείται τής τρικυμίας («ὠθῶν κολόκυμα καὶ ταράττων καὶ κυκῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κόλον «κοντό, βραχύ» + κῦμα. Η λ. στον Αριστοφάνη χρησιμοποιείται από τον Αλλαντοπώλη για τον… … Dictionary of Greek
κωμικός — Ηθοποιός που ερμηνεύει κωμικούς ρόλους. Ενώ η τέχνη της πρόκλησης του γέλιου στο κοινό έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, ο γνήσιος τύπος του κ., ολοκληρωμένος και με σαφώς καθορισμένο χαρακτήρα, συναντάται μόνο στον πιο ταιριαστό σε αυτόν… … Dictionary of Greek